- προαθροίζω
- Ααθροίζω, συναθροίζω προηγουμένως, εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαθροίζειν — προαθροίζω gather pres inf act (attic epic) προαθροΐζειν , προαθροίζω gather pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίζεται — προαθροίζω gather pres ind mp 3rd sg προαθροΐζεται , προαθροίζω gather pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσαντας — προαθροίζω gather aor part act masc acc pl προαθροΐσαντας , προαθροίζω gather aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσαντες — προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc pl προαθροΐσαντες , προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαθροίσας — προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem acc pl (doric) προαθροίσᾱς , προαθρέω foresee pres part act fem gen sg (doric) προαθροίσᾱς , προαθροίζω gather aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαθροΐσᾱς , προαθροίζω gather… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαλίζω — Α προαθροίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίζω «συνάγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek